ἀποσιωπᾶν — ἀποσιωπάω maintain silence pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποσιωπάω maintain silence pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποσιωπάω maintain silence pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποσιωπᾶ̱ν , ἀποσιωπάω maintain… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… … Dictionary of Greek
Ζιντ, Αντρέ — (André Gide, Παρίσι 1869 – 1951). Γάλλος συγγραφέας. Έλαβε τη βασική μόρφωση από το καλλιεργημένο οικογενειακό του περιβάλλον (ήταν θείος του ο οικονομολόγος Σαρλ Ζιντ, βλ. λ.). Ο λόγος ήταν ότι αναγκαζόταν συχνά να εγκαταλείπει το σχολείο,… … Dictionary of Greek
αποσιωπώ — ησα, ήθηκα, αποφεύγω να πω κάτι, κρύβω κάτι με τη σιωπή μου: Στο ημερολόγιό του αποσιωπά τη δράση του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσιώπηση — η το να αποσιωπά κανείς· (σύντ.), σχήμα λόγου κατά το οποίο παραλείπεται κάτι, επειδή εύκολα εννοείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)